μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
μολόχα — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι μαλάχη ή μάλβα η αγρία. Ανθίζει από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Έχει πολύκλαδους κυλινδρικούς βλαστούς… … Dictionary of Greek
υαινοδοντίδες — (Hyaenodontidae). Οικογένεια σαρκοβόρων θηλαστικών, από την κατηγορία των ψευδοκριοδόντων, που έζησε κατά το παλαιογενές της τριτογενούς διάπλασης στην Ευρώπη και βόρεια Αμερική. Τα ζώα της οικογένειας αυτής είχαν μακρουλό και χοντροκομμένο… … Dictionary of Greek
καραβίδες — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά στην Ελλάδα δύο διαφορετικά είδη μαλακοστράκων της τάξης των δεκαπόδων, που ανήκουν το ένα στο θαλάσσιο γένος νέφρωψ και το άλλο στο γένος αστακός. To πρώτο, ο νέφρωψ ο νορβηγικός (θαλασσινή κ. ή αστακογαρίδα),… … Dictionary of Greek
καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… … Dictionary of Greek